- Ἀσωπόδωρος
- Ἀσωπόδωροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ασωπόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγαλματοποιός από το Άργος (6ος αι. π.Χ.), μαθητής του Αγελάδα και συμμαθητής του Πολύκλειτου. Συνεργάστηκε με τον Αθηνόδωρο και τον Αργειάδη στην κατασκευή χάλκινων ανδριάντων που προσέφερε ως αναθήματα στο ιερό της… … Dictionary of Greek
Ἀσωποδώρου — Ἀσωπόδωρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσωπόδωρον — Ἀσωπόδωρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)